- παντοίῃς
- παντοί̱ῃς , παντοῖοςof all sortsfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντοίης — παντοί̱ης , παντοῖος of all sorts fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… … Dictionary of Greek